- καυσώ
- καυσῶ, -όω (Α)[καύσος]1. θερμαίνω2. παθ. καυσοῡμαι, -όομαια) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καύσω — καίω kindle aor subj act 1st sg καίω kindle fut ind act 1st sg καίω kindle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) καύ̱σω , καῦσος causus masc nom/voc/acc dual καύ̱σω , καῦσος causus masc gen sg (doric aeolic) καυσόω heat pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύσῳ — καύ̱σῳ , καῦσος causus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καψώνω — (Μ καψώνω) ζεσταίνω, καίω νεοελλ. 1. δεν αντέχω τον καύσωνα 2. μτφ. α) εξοργίζω κάποιον β) εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυσῶ «ζεσταίνω» (πρβλ. κάψω < καύ σω)] … Dictionary of Greek
καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… … Dictionary of Greek
καύσωμα — καύσωμα, τὸ (Α) [καυσώ] ισχυρή θερμότητα, πύρωση, καύμα … Dictionary of Greek